δημοτικίζω

δημοτικίζω
χρησιμοποιώ τη δημοτική προφορικά και γραπτά, είμαι φίλος της δημοτικής. Αντίθ. αρχαΐζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”